πολυχρωματοφιλία

πολυχρωματοφιλία
η, Ν
ιατρ. η ταυτόχρονη ή διαδοχική χρώση τών ερυθρών αιμοσφαιρίων με διαφορετικές χρωστικές, η οποία εμφανίζεται σε περιπτώσεις ταχείας ερυθροποιήσεως. και παρουσίας άωρων ερυθρών αιμοσφαιρίων στο περιφερειακό αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polychromatophilia < poly- (< πολυ-*) + chromato- (< χρώμα, -ατος) + -philia (< φιλία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”